πρόσθεσις

From LSJ

πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσθεσις Medium diacritics: πρόσθεσις Low diacritics: πρόσθεσις Capitals: ΠΡΟΣΘΕΣΙΣ
Transliteration A: prósthesis Transliteration B: prosthesis Transliteration C: prosthesis Beta Code: pro/sqesis

English (LSJ)

προσθέσεως (Dor. ποτίθεσις SIG569.25 (Halasarna, iii B.C.)), ἡ, (προστίθημι)
A application, ναρθήκων Hp.Fract.6; of pessaries, Id.Mul.1.11 (pl.), Nat.Mul.11; of ladders, πρόσθεσις [κλίμακος] Th.4.135, cf. Plb.5.60.7; of the cupping instrument, Arist.Rh.1405b3; κόμης προσθέσεις = the use of false hair, Philostr.Ep.22: metaph., Phld.Sign. 26.
2 attachment, ζῳδίων IG12.374.287; of leaf to stem, Thphr. HP7.6.2.
II administration of food, nourishment, Hp.Aph. 1.19 (pl.), Gal.Nat.Fac.1.11, 17(2).364.
III addition, διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῦ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ Pl.Phd.97a, cf. 101b, 101c; αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν Arist.GC333b1, cf. Ph.245a27; opp. ἀφαίρεσις, ib.190b6, Hp.Acut.38; so in arithmetical sense, ἀριθμεῖσθαι κατὰ πρόσθεσιν Arist.Metaph.1081b14, cf. 1092b31.
b increase, Vett.Val.20.17.
2 in the Logic of Aristotle, addition of marks (such as properties, accidents, and the like) to determine a general term, Int].21b27, Metaph. 1029b30; ἀκρατὴς κατὰ πρόσθεσιν with a difference, opp. ἁπλῶς, Arist.EN 1148a10; ὁ ἐκ προσθέσεως λόγος, opp. ὁ ἐξ ἀφαιρέσεως, Id.Metaph. 1030b15; hence ἐκ προσθέσεως, of mixed, opp. ἐξ ἀφαιρέσεως, of pure sciences, Id.Cael.299a17; ἡ ἐξ ἐλαττόνων [ἐπιστήμη], opp. ἡ ἐκ προσθέσεως, of arithmetic opp. geometry, Id.APo.87a34, cf.Metaph.982a27.
IV assignment, provision, SIG l.c.
V Gramm., addition of a letter or syllable (as ϝ in ϝρῆξις, ἀ in ἄσταχυς), Trypho Pass.1.11, 3.2.
VI πρόσθεσις τοῦ ἡλίου increase of the sun's heat, i.e. spring, PMag.Leid.W.9.48.
VII in Music, pause of two time-units, Aristid.Quint.1.18.
VIII (προστίθεμαι) assent, Arr.Epict.1.4.11; ψεύδεσι Stoic.3.147.
2 aid, succour, πρόσθεσις τοῦ θεοῦ Polyaen.2.3.8.

German (Pape)

[Seite 765] ἡ, das Zusetzen, Hinzusetzen; διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῦ ἑτέρο υ τῷ ἑτέρῳ, Plat. Phaed. 97 a; der Zusatz, Arist. eth. 7, 4; Anhang, Sp. – Beitritt, Beistand, Beistimmung, wie προσθήκη, Polyaen. 2, 3, 8. – Das Ansetzen, κλιμάκων, Thuc. 4, 135, wie Pol. 5, 60, 7; eine lange Reihe, Aristid. Quintil. p. 41.

French (Bailly abrégé)

προσθέσεως (ἡ) :
1 addition ou application d'une ch. sur une autre;
2 application (d'une échelle) contre (un mur, etc.);
3 t. de math. addition.
Étymologie: προστίθημι.
Ant. ἀφαίρεσις.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσθεσις προσθέσεως, ἡ [προστίθημι] toediening:. ἀφαιρεῖν τῶν προσθεσίων de toediening van voedsel verminderen Hp. Aph. 1.19. het tegen iets zetten:. ἡ πρόσθεσις ἐγένετο het plaatsen (van de ladder tegen de muur) vond plaats Thuc. 4.135.1. toevoeging:; προσθέσεως τὰς τιμὰς δεῖσθαι de eerbewijzen behoefden uitbreiding Plut. Caes. 60.4; in argumentatie. κατὰ πρόσθεσιν ὅτι... onder de toevoeging dat... Aristot. EN 1148a10.

Russian (Dvoretsky)

πρόσθεσις: προσθέσεως ἡ
1 приставление (sc. κλιμάκων Thuc., Polyb.);
2 прибавление, присоединение (σχίσεις καὶ προσθέσεις Plat.): ἡ τῶν ποδῶν π. Arst. наличие ног (у животного);
3 мат. сложение (ἀριθμῶν Arst.);
4 грам. простез (добавление приставки).

Greek Monotonic

πρόσθεσις: ἡ,
I. τοποθέτηση, προσάρτηση σκάλας στα τείχη, σε Θουκ.· λέγεται για βεντούζα, σε Αριστ.
II. πρόσθεση, προσθήκη, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσθεσις: ἡ, (προστίθημι) τὸ προστιθέναι, ἐπιτιθέναι, ναρθήκων Ἱππ. Ἀγμ. 755· πρ. κλίμακος Θουκ. 4. 135, πρβλ. Πολύβ. 5. 60, 7· ἐπὶ προσκολλήσεως σικύας («βεντούζας»), Ἀριστ. Ρητορ. 3. 2, 12· κόμης προσθέσεις, χρήσεις ψευδοῦς κόμης, Φιλοστρ. Ἐπιστ. 22. ΙΙ. ἐπὶ τροφῆς, Ἱππ. Ἀφ. 1244· πρβλ. ἔνθεσις. ΙΙΙ. τὸ προστιθέναι, προσθήκη, διὰ τὴν τοῦ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ Πλάτ. Φαίδων 97Α, πρβλ. 101Β, C· αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 2. 6, 5, πρβλ. Φυσ. 1. 7, 7., 7. 2, 13· ἐπὶ ἀριθμητικῆς σημασίας, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀφαίρεσις, κατὰ πρ. ἀριθμεῖσθαι ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 12. 7, 11, πρβλ. 13. 6, 2. 2) = προσθήκη, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390. 3) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστοτέλους, ἡ προσθήκη γνωρισμάτων (οἷον ἰδιοτήτων, συμβεβηκότων καὶ τῶν τοιούτων) πρὸς καθορισμὸν καθολικῆς ἐννοίας, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 27, π. Ἑρμηνείας 12, 7, Μετὰ τὰ Φυσ. 6. 4, 7· ὁ ἐκ πρ. λόγος, ἀντίθετον τῷ, ὁ ἐξ ἀφαιρέσεως, αὐτόθι 6, 5, 6, πρβλ. Bonitz Ind. σελ. 49· ἀκρατὴς κατά πρόσθεσιν, μετά τινος διαφορᾶς, ἀντίθετον τῷ ἁπλῶς, Ἠθ. Νικ. 7. 4, 3· ― οὕτως αἱ μικταὶ ἐπιστῆμαι λέγονται ἐκ προσθέσεως, αἱ δὲ ἀφηρημέναι ἐξ ἀφαιρέσεως, π. Οὐραν. 3. 1, 11, πρβλ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 2, 5. 4) μακρὰ σειρά, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Mus. Vett. ― Παρὰ γραμματ. πρόσθεσις, προσθήκη στοιχείου ἐν ἀρχῇ τῆς λέξεως, ὡς π. χ. ἀ-σταφίς, ὅπου, Τρύφων 11· ὡσαύτως, ἡ προσθήκη στοιχείου ἐν τῷ μέσῳ ἢ ἐν τέλει λέξεως, ὡς π. χ. σφῶιν, μούσηι, Ἀπολλών. Δύσκ. περὶ Ἀντων. 370Α, Θεοδόσ. 977, 17.

Greek Monolingual

η / πρόσθεσις, -έσεως, ΝΜΑ, και δωρ. τ. ποτίθεσις, Α προστίθημι
1. το να προστίθεται κάτι σε κάτι άλλο, προσθήκη, αύξηση (α. «η πρόσθεση νέων φορολογικών βαρών» β. «διὰ τὴν πρόσθεσιν τοῦ ἑτέρου τῷ ἑτέρῳ», Πλάτ.
β) «αὔξησις κατὰ πρόσθεσιν», Αριστοτ.)
2. μαθ. μία από τις τέσσερεις θεμελιώδεις πράξεις της αριθμητικής, η συνένωση δύο ή περισσότερων αριθμών και τών μερών τους σε έναν μόνο αριθμό
3. γραμμ. η προσθήκη φθόγγου ή γράμματος στην αρχή, στη μέση ή στο τέλος μιας λέξης
αρχ.
1. το να προστίθεται, να τοποθετείται κάτι πάνω ή δίπλα σε κάτι άλλο (α. «πρόσθεσις ναρθήκων», Ιππιατρ.
β. «κόμης προσθέσεις», Φιλόστρ.)
2. η προσκόληση («πρόσθεσις ζῳδίων», επιγρ.)
3. παροχή, χορήγηση τροφής, θρέψη
4. επαύξηση
5. επιδοκιμασία, συγκατάθεση
6. βοήθεια, αρωγήπρόσθεσις τοῦ θεοῦ», Πολύαιν.)
7. μουσ. παύση δύο χρόνων
8. (λογ.) προσθήκη γνωρισμάτων, ιδιοτήτων για τον καθορισμό γενικής έννοιας.

Middle Liddell

πρόσ-θεσις, προσθέσεως ,
I. a putting to, application of ladders to a wall, Thuc.; of the cupping-glass, Arist.
II. an adding, addition, Plat.

Chinese

原文音譯:prÒqesij 普羅-帖西士
詞類次數:名詞(12)
原文字根:前-安放(著) 相當於: (יָתַן‎ / נָתַן‎)
字義溯源:陳設,旨意,定旨,計劃,志向,立定心志,提出,決心;源自(προτίθημι)=預定);由(πρό)*=前)與(τίθημι)*=處所,設立,安放)組成
出現次數:總共(12);太(1);可(1);路(1);徒(2);羅(2);弗(2);提後(2);來(1)
譯字彙編
1) 陳設(4) 太12:4; 可2:26; 路6:4; 來9:2;
2) 旨意(4) 羅8:28; 羅9:11; 弗3:11; 提後1:9;
3) 立定⋯志(1) 徒11:23;
4) 志向(1) 提後3:10;
5) 定旨(1) 弗1:11;
6) 計劃(1) 徒27:13

English (Woodhouse)

application, act of adding, applying

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό προστίθημι → πρός + τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

applicatio (scalae), placing (of a ladder), 4.135.1.

Translations

addition

Arabic: جَمْع; Armenian: գումարում; Bashkir: ҡушыу; Belarusian: складанне; Breton: sammadur, sammadenn; Bulgarian: събиране; Catalan: addició; Cebuano: pagdugang, pagpuno; Chinese Mandarin: 加法, 添加; Czech: sčítání; Danish: addition; Dutch: optelling, sommatie, sommering; Estonian: liitmine; Finnish: yhteenlasku; French: addition; Galician: adición; Gallurese: addizione; Georgian: მიმატება, შეკრება, დაჯამება; German: Addition; Greek: πρόσθεση; Ancient Greek: ἄθροισις, ἅθροισις, πρόσθεσις, ποτίθεσις; Hebrew: חִיבּוּר / חִבּוּר; Hindi: जोड़; Hungarian: összeadás; Icelandic: samlagning; Indonesian: penambahan, penjumlahan; Ingrian: lissäämiin; Inuktitut: ᑲᑎᑎᕆᓂᖅ; Italian: addizione; Japanese: 足し算, 加法; Khmer: វិធីបូក; Korean: 더하기, 덧셈, 가산(加算); Kyrgyz: кошумчалоо; Latvian: saskaitīšana; Lithuanian: sudėtis, priedas; Luxembourgish: Additioun; Macedonian: собирање; Malay: penambahan, penjumlahan; Malayalam: സങ്കലനം, കൂട്ടൽ; Maltese: żied, għadd kollox; Maori: tāpiritanga; Mongolian Cyrillic: нэмэх үйлдэл; Mongolian: ᠨᠡᠮᠡᠬᠦ; ᠦᠶᠢᠯᠡᠳᠦᠯ; Norwegian Bokmål: addisjon, pluss; Occitan: addicion; Odia: ମିଶାଣ; Persian: جَمْع; Polish: dodawanie; Portuguese: adição; Romanian: adunare; Russian: сложение; Sardinian Campidanese: additzione; Logudorese: additzione; Sassarese: addizioni; Serbo-Croatian Cyrillic: сабирање; Roman: sabiranje; Slovak: sčítanie; Slovene: seštevanje; Spanish: suma, adición; Swedish: addition; Tagalog: palaragdagan; Tamil: கூட்டல்; Telugu: కూడిక; Thai: การบวก; Ukrainian: додавання; Vietnamese: phép cộng