turbación
From LSJ
ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
Spanish > Greek
διασόβησις, δυσωπία, διαπόρησις, ἀνακίνησις, ἀδημονία, ἐκτάραγμα, ἐκταραγμός
ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met
διασόβησις, δυσωπία, διαπόρησις, ἀνακίνησις, ἀδημονία, ἐκτάραγμα, ἐκταραγμός