ἀλογίστευτος
English (LSJ)
ον,
A unheeded, unprovided for, τῇ προνοίᾳ Hierocl. Prov.p.466B.
German (Pape)
[Seite 108] nicht berechnet, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλογίστευτος: -ον, ἀμελούμενος, περὶ οὗ οὐδεὶς προνοεῖ, ἀλόγιστος, Ἱεροκλ., Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ον
1 no tenido en cuenta c. dat. τῇ προνοίᾳ Hierocl.Prou.466a.
2 extraviado, insensato βίος Ast.Am.Hom.2.7.3.
Greek Monolingual
ἀλογίστευτος, -ον (Μ) λογιστεύω
αλόγιστος, απερίσκεπτος, παράλογος.