ἀλογίστευτος

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ον,

   A unheeded, unprovided for, τῇ προνοίᾳ Hierocl. Prov.p.466B.

German (Pape)

[Seite 108] nicht berechnet, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλογίστευτος: -ον, ἀμελούμενος, περὶ οὗ οὐδεὶς προνοεῖ, ἀλόγιστος, Ἱεροκλ., Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 no tenido en cuenta c. dat. τῇ προνοίᾳ Hierocl.Prou.466a.
2 extraviado, insensato βίος Ast.Am.Hom.2.7.3.

Greek Monolingual

ἀλογίστευτος, -ον (Μ) λογιστεύω
αλόγιστος, απερίσκεπτος, παράλογος.