αναξιοπρεπής

Revision as of 06:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ές
αυτός που δεν έχει αξιοπρέπεια, μικροπρεπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αξιοπρεπής.
ΠΑΡ. νεοελλ. αναξιοπρέπεια. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 σε Πρακτικά της Βουλής].