αξιοπρέπεια
From LSJ
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
Greek Monolingual
η (Μ ἀξιοπρέπεια)
ευγένεια ήθους, ευπρεπής συμπεριφορά.
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
η (Μ ἀξιοπρέπεια)
ευγένεια ήθους, ευπρεπής συμπεριφορά.