ἀναβάδην επίρρ. (Α) ἀναβαίνω1. ανεβαίνοντας σε ύψος, ψηλά2. (για θηλυπρεπή στάση) ανακούρκουδα, ανάσκελα και με τα πόδια σηκωμένα ψηλά.