στάση
Greek Monolingual
η / στάσις, -εως, ΝΜΑ
1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.)
2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία (α. «η στάση του Νίκα» β. «στάσις ἐν αλλήλοισι ὠροθύνετο», Αισχύλ.-γ. «στάσει νοσοῦσα πόλις», Ευρ.)
νεοελλ.
1. διακοπή, αναστολή, επίσχεση
2. ορισμένο σημείο στο οποίο σταθμεύει προσωρινά όχημα για να αποβιβαστούν και να επιβιβαστούν ταξιδιώτες (α. «στάση λεωφορείου» β. «στάση σιδηροδρόμου»)
3. θέση του σώματος ή ορισμένων μελών του (α. «στάση προσοχής» β. «είχε μια στάση νωχελική»)
4. ιατρ. παύση της κίνησης ενός υγρού του οργανισμού, που φυσιολογικά βρίσκεται σε κυκλοφορία, με αποτέλεσμα τη λίμνασή του σε ένα όργανο ή τμήμα του σώματος (α. «στάση αίματος» β. «στάση λέμφου» γ. «στάση εκκριμάτων» δ. «στάση απεκκριμάτων»)
5. (ποιν. δίκ.) έγκλημα που στρέφεται κατά της πολιτειακής εξουσίας και συνίσταται στην αντίσταση κατά της αρχής από συναθροισμένο πλήθος
6. (ψυχολ.) οργανωμένο και σχετικά σταθερό σύστημα τών γνωστικών διαθέσεων ενός ατόμου απέναντι σε ένα αντικείμενο ή σε μια κατάσταση, δηλαδή η προδιάθεση για ταξινόμηση αντικειμένων και γεγονότων και για αντίδραση προς αυτά με ένα ποσοστό αξιολογικής συνέπειας, η ποιότητα της οποίας κρίνεται από τις παρατηρήσιμες αξιολογικές αποκρίσεις που τείνει να έχει το άτομο, αλλ. φέρσιμο, συμπεριφορά (α. «αξιοπρεπής στάση» β. «η στάση τους ήταν απαράδεκτη τον τελευταίο καιρό»)
7. βιολ. παύση της εξέλιξης ενός ζωικού είδους σε προγενέστερη φυλογενετική βαθμίδα την οποία έχουν ξεπεράσει συγγενή είδη
8. (αεροπ.) η θέση αεροσκάφους σε πτήση που καθορίζεται από την κλίση τών αξόνων του προς ένα δεδομένο σημείο αναφοράς
9. στρ. διακοπή της ημερήσιας πορείας στρατιωτικού τμήματος για ανάπαυση
10. (τοπογρ.) σημείο καθορισμένο με γεωδαιτικές ή τοπογραφικές μεθόδους, από το οποίο γίνονται μετρήσεις ή παρατηρήσεις
11. εμμονή («δεν έχει στάση στη γνώμη»)
12. φρ. α) «στάση εργασίας» — μορφή απεργιακής κινητοποίησης, αποχή από την εργασία για ορισμένο διάστημα του ωραρίου («τρίωρη στάση εργασίας»)
β) «στάση πληρωμών» — αναστολή, διακοπή πληρωμών
γ) «στάση ελέγχου» — σημείο, αφετηρία εξάρτησης δευτερεύουσας όδευσης
δ) «σεξουαλική στάση» — φόρτιση της γενετήσιας τάσης που δεν μπορεί να εκφορτιστεί ικανοποιητικά μέσω της λειτουργίας του οργασμού
ε) «υποκινητές της στάσης»
(νομ.) αυτοί που προετοιμάζουν μια στάση
στ) «στάση στρατιωτικών»
(στρ.-νομ.) η κατάσταση στην οποία βρίσκονται τρεις ή περισσότεροι στρατιωτικοί οι οποίοι ενωμένοι αρνούνται να υπακούσουν στις διαταγές τών διοικητών τους, ενώ βρίσκονται υπό τα όπλα ή παίρνουν τα όπλα χωρίς άδεια και αρνούνται να τά καταθέσουν ή διαπράττουν βιαιοπραγίες κατά προσώπων ή πραγμάτων ή διαταράσσουν γενικά την κοινή ησυχία και ειρήνη και αρνούνται να επανέλθουν στην τάξη
μσν.
θέση, βαθμός ιερωσύνης
μσν.-αρχ.
1. σταθερότητα (α. «τὴν ἐπιστήμην... ἀπὸ τῆς στάσεως τὴν ἐπιβολὴν αὐτῆς ληπτέον», Κλήμ. Αλ.
β. «ἐπειδή...ἀπὸ τῆς κατὰ τὴν πίστιν στάσεως οὐκ ἐγνωρίζοντο... ἐκ τῆς περιτομῆς ἐβούλετο γινώσκεσθαι», Διόδ.)
2. συγκέντρωση πιστών για την τέλεση ακολουθίας ή τμήμα ακολουθίας («πάννυχον στάσιν», Γρηγ. Ναζ.)
3. η κατάσταση ενός ανθρώπου («ἐν τῇ καλλίονι στάσει εἶναι», Πλάτ.)
αρχ.
1. τοποθέτηση σε κάποιο σημείο
2. στήσιμο («στάσις εἰκόνος», επιγρ.)
3. το να στέκεται όρθιο κάτι, όρθια θέση, όρθωση («ὤτων στάσις», Πολυδ.)
4. σημείο, θέση, τόπος στον οποίο πρέπει να στέκεται κανείς ή κάτι («ἔχοντες στάσιν ταύτην ἐς τὴν ἔστημεν», Ηροδ.)
5. σημείο του ορίζοντα («ἡ στάσις τοῦ νότου καὶ τῆς μεσημβρίης», Ηρόδ.)
6. (για πλανήτες) η συνάφεια
7. φιλοσοφική θέση ή γνώμη
8. κατάσταση, πορεία, εξέλιξη («ἡ στάσις τῆς νόσου», Ιπποκρ.)
9. (για άνεμο) φορά, κατεύθυνση
10. (για αμπέλια) στοίχος, σειρά-11. στρατιωτικό σώμα-12. φατριαστική ομάδα, παράνομος σύνδεσμος
13. διαφορά, διαφωνία («στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ», Θουκ.)
14. φιλονικία («λόγος κρατεῖ σαφηνὴς τοῦτο κοὐκ ἔνι στάσις», Αισχύλ.)
15. ζύγιση, ζύγισμα
16. (για μισθό) καταβολή, πληρωμή
17. απόφαση, ψήφισμα («παρέβησαν γὰρ τὴν στάσιν καὶ τὸν ὅρκον ὅν ὤμοσαν», ΠΔ)
18. (κατά τον Ησύχ.)
«ἐργαστήριον»
19. στον πληθ. αἱ στάσεις
σπόροι που έχουν φυτρώσει πια
20. φρ. α) «ὀμμάτων στάσιες» — ατενή βλέμματα (Ιπποκρ.)
β) «στάσεις τῆς γαστρός» — δυσκοιλιότητα (Ιπποκρ.)
γ) «στάσις ἵππων» — σταθμός, στάβλος (Έφιππ.)
δ) «στάσις μελών» — το στάσιμο, το χορικό άσμα της τραγωδίας (Αριστοφ.)
ε) «στάσις λόγου» — λογομαχία (Σοφ.)
στ) «στάσις ἀέρος» — νηνεμία (Θεόφρ.)
ζ) «κατάπυκνος στάσις»
στρ. συμπυκνωμένη, πυκνή τάξη (Ασκληπιόδ.)
η) «στάσις τοῦ αίματος» — ηρεμία του αίματος (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα στᾰ- του ἵστημι και αντιστοιχεί με τα: αρχ. ινδ. sthiti-, γοτθ. staps, αρχ. άνω γερμ. stat και πιθ. το λατ. επίρρ. statim (πρβλ. λατ. stat-iō)].