ανακούρκουδα

From LSJ

Greek Monolingual

και ανακούκουρδα καί ανεκούρκουδα (Μ ἀνακούρκουδα) επίρρ.
1. με λυγισμένα τα γόνατα και το σώμα στηριγμένο στα δάχτυλα τών ποδιών
2. οκλαδόν
3. ύπτια, ανάσκελα
4. με το κεφάλι προς τα κάτω, ανάποδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προήλθε πιθ., κατά τον Κοραή, από ανα- + ιταλ. corcare «ξαπλώνω» ή ανα- + αρχ. επίρρ. κλωκυδά «κάθομαι και στα δύο πόδια» (Ησύχιος). Κατ' άλλη άποψη, ο τ. προήλθε από τη φράση ανά κόκκυγα. Σύμφωνα τέλος με τρίτη άποψη, η λ. ετυμολογείται από ανα- + μσν. κουκούβα «κουκουβάγια» > ανακούκουδα (με τροπή του β σε δ) > ανακούρκουδα (με προσθήκη του ρ). Κατ’ αυτή δηλαδή την άποψη, η λ. προήλθε από τη στάση της κουκουβάγιας, που συνήθως κάθεται μαζεμένα, συνεσταλμένα].