ανακύκληση

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (Α ἀνακύκλησις) [ἀνακυκλῶ (Ι)]
επιστροφή στην αρχή μετά από κυκλική πορεία, συνεχής επαναφορά, περιοδική επάνοδος.