υ, gen. υος,
A without strength, LXXIs.40.30.
[Seite 239] υος, ohne Stärke, LXX.
ἄνισχυς: υ, γεν. -υος, ὁ ἄνευ ισχύος, Ἑβδ. (Ἡσ. 40. 30).
-υ, gen. -υος débilde jóvenes, LXX Is.40.30.
ἄνισχυς, -υ (Α)ο χωρίς ισχύ, αδύναμος.