ἀμμόδρομος

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ὁ,

   A sandy place for racing, AB208.

German (Pape)

[Seite 126] ὁ, Sand-Rennbahn, B. A. 208.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμμόδρομος: ὁ, ἀμμώδης τόπος πρὸς ἱπποδρομίαν, Α. Β. 208.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ pista arenosa para carreras, AB 208.

Greek Monolingual

ἀμμόδρομος, ο (Α)
1. δρόμος επάνω σε αμμώδες έδαφος
2. στα Αρχαία ειδικότερα για δρόμο όπου διεξάγονταν ιπποδρομίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμμος + δρόμος.