αναρχικός

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που συντελεί στην αναρχία ή απορρέει από την αναρχία
2. (γενικά) ο σχετικός με την αναρχία
3. (το αρσ. κ. το θηλ. ως ουσ.) ο αναρχικός, -ή
ο οπαδός του αναρχισμού βλ. λ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικό και Ελληνογαλλικό Λεξικό του Σκαρλάτου Βυζάντιου].