ανακριτής
Greek Monolingual
ο
τακτικός δικαστής στον οποίο ανατίθεται από τον νόμο η διενέργεια κύριας ανάκρισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακρίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 «στους Ελληνικούς Κώδικες].
ο
τακτικός δικαστής στον οποίο ανατίθεται από τον νόμο η διενέργεια κύριας ανάκρισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακρίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 «στους Ελληνικούς Κώδικες].