ανακριτής

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
τακτικός δικαστής στον οποίο ανατίθεται από τον νόμο η διενέργεια κύριας ανάκρισης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανακρίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 «στους Ελληνικούς Κώδικες].