ανακρίνω

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek Monolingual

ἀνακρίνω)
(ως δικανικός όρος) εξετάζω κάποιον υποβάλλοντας του συνεχείς ερωτήσεις για να εξακριβώσω την αλήθεια
αρχ.
1. εξετάζω, ερευνώ για την εύρεση της αλήθειας
2. (ως πολιτικός όρος) α) εξετάζω άρχοντες για να διαπιστώσω την ικανότητα, την καταλληλότητα τους
β) (για άρχοντες) εξετάζω τα σχετιζόμενα με εκδικαζόμενη υπόθεση πρόσωπα, για να συγκεντρώσω στοιχεία για τη δίκη
3. μέσ. α) ανακρίνω, εξετάζω
β) λογομαχώ, φιλονικώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- επιτ. + κρίνω.
ΠΑΡ. ανάκρισις (-η), ανακριτήριο, ανακριτής].