ἀνάκαρ
English (LSJ)
Adv., (κάρα)
A up to or towards the head, upwards, Hp. ap. Gal.19.79. ἀνακάς, Adv. = ἄνωθεν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 191] Kopf an-, aufwärts, Hippocr. Vgl. κατώκαρα.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκαρ: ἐπίρρ. (κάρα) ἐπάνω πρὸς τὴν κεφαλὴν, πρὸς τὰ ἐπάνω, ἢ μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἄνω, Ἱππ. (ἴσως ἀναγνωστέον ἀνὰ κάρ), πρβλ. ἐπίκαρ, κατωκάρα.
Spanish (DGE)
adv. hacia la cabeza, hacia arriba Hp. en Gal.19.79.
Greek Monolingual
ἀνάκαρ επίρρ. (Α)
επάνω στο κεφάλι, προς το κεφάλι, προς τα επάνω ή με το κεφάλι προς τα επάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἀνα- + κάρ «κεφαλή»].