ἀναιδεύομαι

Revision as of 06:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

   A behaveimpudently, Ar.Eq.397 codd., Phld.Rh.1.251S.

German (Pape)

[Seite 189] sich unverschämt betragen, Ar. Equ. 396 u. Sp., vgl. ὑπεραναιδ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναιδεύομαι: ἀποθ., φέρομαι ἀναιδῶς, Ἀριστ. Ἱππ. 397, πρβλ. Λοβ. Φρύνιχ. 66.

French (Bailly abrégé)

se conduire avec impudence.
Étymologie: ἀναιδής.

Spanish (DGE)

ser desvergonzado, comportarse descaradamente πρὸς πᾶν Ar.Eq.397, de una prostituta ἐν προσώπω αὐτῆς Thd.Pr.7.13
c. inf. tener el descaro de ἔδωκάν μοι πληγὰς πλείους ἀναιδευόμενοι μὴ ἀποδῶναι PRyl.141.19 (I a.C.), cf. Phld.Rh.1.251., Herm.Vis.3.7.5.

Greek Monolingual

ἀναιδεύομαι (Α) ἀναίδεια
συμπεριφέρομαι με αναίδεια, ασχημονώ, αυθαδιάζω.