ἀναίδεια

From LSJ

ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναίδεια Medium diacritics: ἀναίδεια Low diacritics: αναίδεια Capitals: ΑΝΑΙΔΕΙΑ
Transliteration A: anaídeia Transliteration B: anaideia Transliteration C: anaideia Beta Code: a)nai/deia

English (LSJ)

Ep. and Ion. ἀναιδείη; Att. also ἀναιδεία Ar.Fr.226, poet. ἀναιδία Hdn.Gr.2.453:—
A shamelessness, ἀναιδείην ἐπιειμένε Il. 1.149; ἀναιδείης ἐπιβῆναι Od.22.424; ἡ γαστὴρ φρένας παρήγαγεν εἰς ἀναιδείην Archil.78; ἀναιδείῃ διαχρεώμενοι Hdt.7.210, cf. 6.129; ἀναιδείας πλέα S.El.607; μετ' ἀναιδείας, = ἀναιδῶς, Pl.Phdr.254d; εἰς τοῦθ' ἧκεν ἀναιδείας D.18.22.
II in the Areopagus, λίθος ἀναιδείας was the stone of unforgivingness, on which stood an accuser who demanded the full penalty of the law against one accused of homicide (v. αἰδέομαι II.3), Paus.1.28.5; cf. ὕβρις.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): ép., jón. ἀναιδείη; ἀναιδείᾱ Ar.Fr.226; ἀναιδία Hdn.Gr.2.453
I 1irreverencia, falta de respeto hacia la clase noble ἀναιδείη ... γῆν κατὰ πᾶσαν ἔχει Thgn.291, cf. 648 (aunque tb. puede trad. como pérdida de distinción o dignidad por parte de los mismos nobles, cf. αἰδώς II)
para c. los muertos ὁ δὲ ὀφλὼν ... καὶ μὴ ἐν τῇ τοῦ παθόντος χώρᾳ θαπτέσθω, ἀναιδείας ἕνεκα Pl.Lg.871d.
2 falta de consideración, abuso de fuerza hacia el más débil, insolencia οἱ τότε Ῥωμαῖοι ... τοὺς ἀναιδείᾳ τινι χρωμένους καὶ ἐπὶ τοῖς ἐλαχίστοις ἐμίσουν D.C.45.16.1.
3 desvergüenza, descaro, desfachatez, frescura del que no mantiene compromisos, esp. de dones debidos, pagos o deudas: frec. de Agamenón ἀναιδείην ἐπιειμένε Il.1.149, cf. 9.372, εὖτ' ἂν δὴ κέρδος νόον ἐξαπατήσῃ ... αἰδῶ δέ τ' ἀναιδείη κατοπάζῃ cuando el interés nubla el entendimiento ... y la desvergüenza triunfa sobre la honradez Hes.Op.324, de los alfareros que no quieren pagar lo debido, Hes.Fr.302.7, cf. Ar.Nu.1236, Hyp.Ath.23, de ladrones, Hes.Op.359, de Hermes increpado por su madre como ladrón h.Merc.156, de los asaltantes de una casa PCair.Isidor.75.16 (IV a.C.), del que va a un banquete sin ser invitado, Archil.216.5, Plu.2.710a, de un pedigüeño Eu.Luc.11.8, de un marido que permite que le sustente su mujer, LXX Si.25.22
frec. op. al ‘valor’ como desfachatez, descaro οὔτοι θράσος τόδ' ἐστίν ... ἀλλ' ἡ μεγίστη τῶν ἐν ἀνθρώποις νόσων πασῶν, ἀναίδει' E.Med.472, ἀναίδειαν δὲ ἀνδρείαν (καλοῦντες) (llamando) valor a la desfachatez Pl.R.560e, cf. Hdt.7.210, Ar.Eq.277, 409, Pl.Lg.647a, Luc.Vit.Auct.11, Longin.4.4
atrevimiento del enamorado ante su amante θαρσαλέως δ' ὑπ' ἔρωτος ἀναιδείην ἀγαπάζων Musae.99, cf. Nonn.D.42.361.
4 en las mujeres impudor ἀναιδείης ἐπέβησαν de las esclavas de Odiseo Od.22.424, cf. S.El.607, E.Tr.1027
tb. de hombres εἰ ἀναίδεια μὴ ἐνείη τῇ τῶν ἀφροδισίων χρήσει Pl.Lg.841a.
II 1personif. Falta de piedad λίθος Ἀναιδείας piedra de la Inclemencia sobre la que se colocaba el acusador en el Areópago, Paus.1.28.5, cf. Thphr.Fr.100
mal interpretado más tarde como altar de la diosa Desvergüenza Clem.Al.Prot.2.26.
2 como una divinidad Desvergüenza X.Smp.8.35, Men.Fr.223, Ister 11, Diogenian.2.2.91, Plu.Prou.1.25.
3 Ἀναιδείας χῶρος = lugar en la Tróade, Nic.Dam.14 (var.).

German (Pape)

[Seite 188] ἡ, ep. ἀναιδείη, Ar. Daedal. frg. 29 auch ἀναιδεία, Schamlosigkeit, Unverschämtheit, Frechheit; Hom., ἀναιδείην ἐπιειμένος, angethan mit Frechheit, Il. 1, 149. 9, 372; ἀναιδείης ἐπιβῆναι, sich der Frechheit ergeben, Od. 22, 424; in Prosa, μετ' ἀναιδείας, unverschämt, Plat. Phaedr. 254 d; neben ἀναισχυντία u. θρασύτης Dem. 24, 29.

French (Bailly abrégé)

ou ἀναιδεία;
ας (ἡ) :
1 impudence, effronterie;
2 manque de pitié, ressentiment implacable : ἀναιδείας λίθος ATT la pierre de l'implacable, càd la pierre où se tenait l'accusateur ou vengeur du crime, p. oppos. à celle où se tenait l'accusé.
Étymologie: ἀναιδής.

Russian (Dvoretsky)

ἀναίδεια: эп.-ион. ἀναίδειη ἡ бесстыдство, наглость Soph., Xen., Plat., Arst., Dem.: ἀναιδείης ἐπιειμένος Hom. облеченный бесстыдством, бесстыдный; ἀναιδείης ἐπιβῆναι Hom. предаться бесстыдству; ἀναιδείηφι πιθήσας Hes. и ἀναιδείῃ διαχρεώμενος Her. вследствие своей наглости.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναίδεια: Ἐπ. και Ἰων. ἀναιδείη. Ἀττ. καὶ ἀναιδείᾱ Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 29, πρβλ. Ἐλμσλ. Μήδ. 608˙ ὡσαύτως ἀναιδίη Ἀρχίλ. 61: (ἀναιδήςἔλλειψις αἰδοῦς, «ἀδιαντροπιά», αὐθάδεια, ἀναισχυντία, θρασύτης. ἀναιδείην ἐπιειμένε, ἀναισχυντίαν ἠμφιεσμένε, Ἰλ. Α. 149˙ ἀναιδείης ἐπέβησαν, ἔφθασαν εἰς τὸ ἄκρον τῆς ἀναισχυντίας, Ὀδ. Χ. 624 (ἴδε ἐπιβαίνω Α. Ι. 4)˙ ἀναιδείῃ χρεώμενος Ἡρόδ. 7. 210, πρβλ. 6. 129˙ ἀναιδείας πλέα Σοφ. Ἠλ. 607˙ μετ’ ἀναιδείας = ἀναιδῶς, Πλάτ. Φαῖδ. 254D˙ εἰς τοῦθ’ ἧκεν ἀναιδείας Δημ. 232, 17 κτλ. ΙΙ. ἐν τῷ δικαστηρίῳ τοῦ Ἀρείου Πάγου λίθος ἀναιδείας ἐκαλεῖτο ὁ λίθος ἐφ’ οὗ ἱστάμενος ὁ κατήγορος ἀπῄτει τὴν πλήρη ποινὴν τοῦ ἐπὶ φόνῳ κατηγορουμένου (ἴδε αἰδέομαι ΙΙΙ)˙ ὁ κατηγορούμενος ἵστατο ἐπὶ τοῦ λίθου ὕβρεως, «τοὺς δὲ ἀργοὺς λίθους, ἐφ’ ὧν ἑστᾶσιν ὅσοι δίκας ὑπέχουσι καὶ οἱ διώκοντες, τὸν μὲν Ὕβρεως τὸν δὲ Ἀναιδείας αὐτῶν ὀνομάζουσι» Παυσ. 1. 28, 5. - Ἡ ἀναίδεια προσωποποιουμένη ἐθεωρεῖτο ὡς θεός: «Θεὸς ἡ ἀναίδεια: αὕτη τέτακται ἐπὶ τῶν δι’ ἀναισχυντίαν τινὰ ὠφελουμένων. Φησὶ Θεόφραστος ἐν τῷ περὶ νόμων Ὕβρεως καὶ Ἀναιδείας παρὰ τοῖς Ἀθηναίοις εἶναι βωμοὺς» Ζηνόβ. IV. 36.

English (Strong)

from a compound of Α (as a negative particle (compare ἄνευ)) and αἰδώς; impudence, i.e. (by implication) importunity: importunity.

English (Thayer)

(T WH ἀναιδία; see I, i), (ας, ἡ, (ἀναιδής, and this from ἡ αἰδώς a sense of shame); from Homer down; shamelessness, impudence: Prayer of Manasseh, persisting in his eritreaties; (A. V. importunity)).

Greek Monolingual

η (Α ἀναίδεια) (Α και -εία)
έλλειψη αιδούς, αναισχυντία, αδιαντροπιά, αυθάδεια, θρασύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναιδής.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναιδεύομαι, ἀναιδίζομαι.

Greek Monotonic

ἀναίδειᾰ: Επικ. και Ιων. -είη, Αττ. επίσης -είᾱ· (ἀναιδήςξεδιαντροπιά, αυθάδεια, αναισχυντία, θρασύτητα, σε Όμηρ., Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἀναιδής
shamelessness, impudence, effrontery, Hom., Plat., etc.

Chinese

原文音譯:¢na⋯deia 安-埃得阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:不-羞怯 相當於: (מְשׁוּבָה‎) (נֶפֶשׁ‎) (עַז‎ / עָז‎)
字義溯源:鹵莽,強求,無恥,情詞迫切的直求;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(αἰδώς / δέος)*=害羞)組成
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 情詞迫切的直求(1) 路11:8

English (Woodhouse)

effrontery, impudence, shamelessness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

shamelessness

Armenian: անամոթություն; Azerbaijani: arsızlıq, utanmazlıq, utanmamazlıq, abırsızlıq, həyasızlıq; Catalan: desvergonyiment; Esperanto: senhonteco; Finnish: häpeämättömyys; French: dévergondage, impudicité; Georgian: უსირცხვილობა; Greek: αδιαντροπιά, ξεδιαντροπιά, ανεντροπιά, ξετσιπωσιά, ξετσίπωμα, έλλειψη τσίπας, έλλειψη ντροπής, αναισχυντία, αναισχυντηλία, αποθράσυνση, αναίδεια; Ancient Greek: ἀδιατρεφία, ἀδιατρεψία, ἀναγωγία, ἀναίδεια, ἀναιδείη, ἀναισχύντημα, ἀναισχυντία, ἀνδρεία, ἀπόνοια, ἀχρωμία, βδελυρία, παρρησία, τὸ ἀναιδές, τὸ ἀναίσχυντον; German: Schamlosigkeit; Hungarian: szégyentelenség; Irish: neamhnáire, mínáire, ainfhéile; Italian: spudoratezza, inverecondia; Japanese: 厚顔無恥; Korean: 파렴치, 몰염치; Latin: impudentia; Norwegian Bokmål: skamløshet; Ottoman Turkish: عارسزلق‎; Polish: bezpruderyjność, bezwstyd, bezwstydność; Portuguese: impudor, despudor; Russian: бесстыдство; Spanish: sinvergonzonería, desvergüenza, desfachatez; Turkish: yüzsüzlük

impudence

Bulgarian: нахалство, дъ́рзост, безочие; Catalan: impudència; Czech: drzost, nestydatost; Dutch: onbeschoftheid, onbeschaamdheid; Finnish: röyhkeys, häpeämättömyys, julkeus; French: impudence; Galician: impudencia; German: Flegelei, Frechheit, Unverschämtheit, Vermessenheit; Greek: θράσος; Ancient Greek: ἀδιατρεψία, ἀναιδεία, ἀναίδεια, ἀναιδείη, ἀναιδία, ἀναισχυντία, ἀσχημοσύνη, αὐθάδεια, αὐθαδία, βδελυρία, θάρρος, θέρσος, θράσος, λαμυρία, μοθωνία, παρρησία, τὸ ἀδυσώπητον, τὸ ἀναιδές; Hebrew: עזות-מצח‎; Interlingua: impudentia; Irish: brusaireacht, gearr-aighneas, dailtíneacht; Italian: impudenza, sfrontatezza; Norwegian Bokmål: frekkhet, uforskammethet; Persian: بی‌ادبی‎; Polish: arogancja, bezczelność, bezwstydność, hucpiarstwo, impertynenckość, zuchwalstwo, zuchwałość; Portuguese: impudência; Romanian: obrăznicie, impudoare, impudență; Russian: наглость, дерзость, нахальство; Scottish Gaelic: sgimilearachd; Spanish: impudencia, descaro, desenvoltura; Turkish: arsızlık