απολύτρωση

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η (AM ἀπολύτρωσις)
1. απελευθέρωση με καταβολή λύτρων
2. εκκλ. εξαγορά των αμαρτιών των ανθρώπων με τη θυσία του Χριστού
νεοελλ.
1. απαλλαγή από τη δουλεία, σωτηρία
2. απαλλαγή από τις ψυχικές δοκιμασίες
3. απαλλαγή από μια μαρτυρική και γεμάτη βάσανα ζωή.