αρχιεργάτης

Revision as of 06:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο (θηλ. αρχιεργάτισσα και -τρια, η)
ο προϊστάμενος άλλων εργατών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + εργάτης. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις].