αστόλιστος
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀστόλιστος, -ον)
ο δίχως στολισμό
νεοελλ.
αυτός που δεν τον έχουν στολίσει με βρισιές και κατηγορίες.
-η, -ο (Μ ἀστόλιστος, -ον)
ο δίχως στολισμό
νεοελλ.
αυτός που δεν τον έχουν στολίσει με βρισιές και κατηγορίες.