ἀστόλιστος

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀστόλιστος: ὁ μὴ ἐστολισμένος, Θεοδ. Προδρ. Ροδ. 21 (1, 216), Ἡσύχ. ἐν λέξει αὐσταλέος.

Spanish (DGE)

-ον desarrapado, desataviado glos. a ἀυσταλέος Hsch.