αστυχημικός

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
χημικός επιστήμονας στην υπηρεσία της αστυνομίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ + χημικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στα Έγγραφα Διευθύνσεως Αστυνομίας Αθηνών και Πειραιώς].