άστυ

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek Monolingual

(-έως), το (AM ἄστυ, -έως, Α και -εος)
νεοελλ.
η πόλη (σε αντίθεση με τα προάστια και την ύπαιθρο)
αρχ.
1. η κατοικία, το ανάκτορο
2. η κάτω πόλη σε αντίθεση με την ακρόπολη
3. (για την Αττική) (ιδιαίτερα χωρίς άρθρο) η κυρίως πόλη σε αντίθεση με την ύπαιθρο
4. η Αθήνα σε αντίθεση με το Φάληρο και τον Πειραιά
5. πόλη από υλική θεώρηση, κτίσματα, δρόμοι, αγορά, σε αντίθεση με το έμψυχο υλικό.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Η λ. άστυ, γεν. άστεος (ιων. επικ. τ.) και άστεως (τ. αττικός, της τραγικής ποιήσεως και νεώτερος αναλογικά προς το πόλεως) προήλθε από Fάστυ, με σίγηση του αρχικού F- (πρβλ. βοιωτ. γεν. Fάστιος, αρκαδ. γεν. Fασστυ-όχω), μαρτυρείται δε πιθ. και στη Μυκηναϊκή ως wa-tu. Στην αρχαία εποχή χρησιμοποιήθηκε κατ' αντιδιαστολή προς τα αγρός, ακρόπολις, καθώς επίσης και προς το πόλις (που κατά κύριο λόγο χαρακτήριζε το έμψυχο υλικό της πόλεως), ενώ ειδικότερα δήλωνε την πόλη των Αθηνών (έναντι των προαστίων της: Φάληρο, Πειραιά κ.λπ.) Ετυμολογικά ο τ. άστυ αντιστοιχεί προς τα αρχ. ινδ. (βεδ.) rāstu «τόπος κατοικίας», πιθ. μεσσαπ. vastei, τοχαρ. Α' wast, το-χαρ. Β' ost «σπίτι» (τύποι που ανάγονται σε IE. ụes- «μένω, περνώ τον καιρό μου, κατοικώ, διανυκτερεύω»). Έχει υποστηριχθεί ακόμη η άποψη ότι ο σχηματισμός αυτών των λέξεων στηρίζεται σε αρχ. ρήμα, που ανευρίσκεται στα αρχ. ινδ. vasati, «μένει», γοτθ. wisan «είναι, μένει», ελλην. αόρ. άεσα (βλ. αέσκω). Ανερμήνευτο παραμένει το α- του ελλην. τ. έναντι της εναλλαγής απαθούς-ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας ụes-, που κατά κανόνα επικρατεί στους αντίστοιχους IE. τύπους, γεγονός που οδήγησε στην υπόθεση αναγωγής του α- σε προελληνικό υπόστρωμα. Τέλος ανάλογο προς τον μορφολογικό σχηματισμό σε tu- του τ. άστυ εμφανίζουν και τα γοτθ. wists «φύση» (< ụes-t-is, πρβλ. Εστία), αρχ. ιρλ. foss «ησυχία» (< ụos-to-s) κ.λπ.
ΠΑΡ. αρχ. αστίτης, άστυρον.
ΣΥΝΘ. αστυνόμος
νεοελλ.
αστυΐατρος, αστυκλινική, αστυκτηνίατρος, αστυμηχανικός, αστυφύλαξ (-ακας), αστυφιλία, αστυχημικός
αρχ.-μσν.
αστυάναξ
μσν.
αστυπολίτης
αρχ.
αστόξενος, αστυβοώτης, αστυγείτων, αστυδρομούμαι, αστύθεμις, αστύνικος, αστυόχος, αστυπόλος, αστυάναξ. Ο τ. άστυ χρησιμοποιήθηκε και κατά την παραγωγή και σύνθεση κυρίων ονομάτων: Αστείος, Fαστίας, Fαστίνιος, Άστων, Faστούκριτος, Αστυάναξ, Αστυγένης, Αστυδάμας, Αστύδωρος, Αστυκλής, Αστυκράτης, Αστυκρέων, Αστυλαΐδας, Αστύλος, Αστύμαχος, Fαστυμεδόντιος, Αστυμέδων, Αστυμήδης, Αστύνομος, Αστύνους, Αστύξενος, Αστύοχος, Αστύπυλος, Αστυχαρίδης].