αλύγιστος
Greek Monolingual
-η, -ο
1. αυτός που δεν λύγισε, ευθυτενής, ίσιος
2. αυτός που δεν μπορεί να λυγίσει, άκαμπτος, δύσκαμπτος
3. (για πρόσωπα) άτεγκτος, σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυγιστός < λυγίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλυγισιά].
-η, -ο
1. αυτός που δεν λύγισε, ευθυτενής, ίσιος
2. αυτός που δεν μπορεί να λυγίσει, άκαμπτος, δύσκαμπτος
3. (για πρόσωπα) άτεγκτος, σκληρόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερητ. + λυγιστός < λυγίζω.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλυγισιά].