αντισχέδιο

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
σχέδιο που τροποποιεί άλλο προηγούμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι - + σχέδιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό του Άγγελου Βλάχου].