ἀπογείσωμα

Revision as of 06:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A projecting cornice: metaph. of eyebrows, Arist.PA58b16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογείσωμα: το, γεῖσον, γραμμὴ προεξέχουσα ἄνωθεν, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 15, 1.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
cornisa saliente fig. de las cejas, Arist.PA 658b16.

Greek Monolingual

το (Α ἀπογείσωμα)
προεξοχή στέγης, το γείσο.