γείσο

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

το και γείσος, ο (AM γεῖσον, το και γεῖσος, το και γεῖσος ή γεῖσσος, ο)
το μέρος της στέγης που προεξέχει από τους τοίχους, μαρκίζα, κορνίζα
νεοελλ.
προεξοχή στρατιωτικού ή ναυτικού πηληκίου που σκιάζει το μέτωπο, κεραμίδι
αρχ.
1. το μέρος της στέγης του ναού που στηρίζεται στον θριγκό ή ο ίδιος ο θριγκός
2. κράσπεδο, παρυφή ενδύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, πιθ. δάνειο από την Καρική].