A v. ἀλκήεις. ἄλκασμα, τό, in pl., deeds of prowess, S.Ichn. 247.
ἀλκᾶς: ἴδε ἐν λέξ. ἀλκήεις.
ἀλκάς (-ᾱντος), ο (Α)δωρικός συνηρημένος τύπος αντί ἀλκήεις.