συνηρημένος

From LSJ

εἰς ὁδόν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε → go not into the way of the Gentiles (Matthew 10:5)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο / συνῃρημένος, -η, -ον, ΝΜΑ
βλ. συναιρώ.