αλίστονος

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἁλίστονος, -ον (Α)
1. αυτός που ηχεί όπως η θάλασσα ή αντηχεί από την πρόσκρουση της θάλασσας
2. (για τους ψαράδες) αυτός που στενάζει, που μοχθεί στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + στόνος «στεναγμός» < στένω «στενάζω»].