αλίστονος

From LSJ

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source

Greek Monolingual

ἁλίστονος, -ον (Α)
1. αυτός που ηχεί όπως η θάλασσα ή αντηχεί από την πρόσκρουση της θάλασσας
2. (για τους ψαράδες) αυτός που στενάζει, που μοχθεί στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁλι- (< ἅλς) + στόνος «στεναγμός» < στένω «στενάζω»].