ἀσμενιστός

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

ή, όν,

   A acceptable, welcome, S.E.M.11.85, Plot.6.7.30, Them.Or.16.205c; τινί J.AJ19.6.4.

German (Pape)

[Seite 372] beliebt, angenehm, Cic. Att. 2, 9; Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσμενιστός: -ή, -όν, = ἀσπαστός, εὐχάριστος, εὐπρόσδεκτος, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 11. 85, Ἰωσήπ. Ἰ. Α. 19. 6, 4, κλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que se recibe con alegría, grato, aceptable Cic.Att.169.2, 177.9, τῷ δὲ οὐκ ἀσμενιστὸν ἐφάνη τὴν τοσαύτην ἀπολαβεῖν τιμήν I.AI 19.313, ἀ. καὶ φιλητόν Clem.Al.Paed.1.3.81, πάθος S.E.P.3.184, κίνημα S.E.M.11.85, κατάστασις Plot.6.7.30, ψῆφος Them.Or.31.355a, cf. 16.205c.

Greek Monolingual

ἀσμενιστός, -ή, -όν (Α) ασμενίζω
ο ευχάριστος, ο ευπρόσδεκτος.