ἀσμενιστός

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσμενιστός Medium diacritics: ἀσμενιστός Low diacritics: ασμενιστός Capitals: ΑΣΜΕΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: asmenistós Transliteration B: asmenistos Transliteration C: asmenistos Beta Code: a)smenisto/s

English (LSJ)

ἀσμενιστή, ἀσμενιστόν, acceptable, welcome, S.E.M.11.85, Plot.6.7.30, Them.Or.16.205c; τινί J.AJ19.6.4.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
que se recibe con alegría, grato, aceptable Cic.Att.169.2, 177.9, τῷ δὲ οὐκ ἀσμενιστὸν ἐφάνη τὴν τοσαύτην ἀπολαβεῖν τιμήν I.AI 19.313, ἀ. καὶ φιλητόν Clem.Al.Paed.1.3.81, πάθος S.E.P.3.184, κίνημα S.E.M.11.85, κατάστασις Plot.6.7.30, ψῆφος Them.Or.31.355a, cf. 16.205c.

German (Pape)

[Seite 372] beliebt, angenehm, Cic. Att. 2, 9; Sext. Emp.

Russian (Dvoretsky)

ἀσμενιστός: приятный (ἀγαστὸς καὶ ἀ. Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσμενιστός: -ή, -όν, = ἀσπαστός, εὐχάριστος, εὐπρόσδεκτος, Σέξτ. Ἐμπ. πρὸς Μ. 11. 85, Ἰωσήπ. Ἰ. Α. 19. 6, 4, κλ.

Greek Monolingual

ἀσμενιστός, -ή, -όν (Α) ασμενίζω
ο ευχάριστος, ο ευπρόσδεκτος.