grato

From LSJ

ἄφες ἡμῖν τὰ ὀφειλήματα ἡμῶνforgive us our trespasses

Source

Latin > German (Georges)

grātō, Adv., Nbf. zu grate (w. s.) = ἡδέως, Gloss. II, 35, 51.

Spanish > Greek

ἀποδεκτός, ἀγανός, ἁρμόδιος, γλυκύς, ἀκραής, ἀρεστός, ἐνήδονος, ἀσμενιστός, ἀσπαστός