ανίατος

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνίατος, -ον) ιατός
αυτός που δεν μπορεί να θεραπευθεί, αθεράπευτος, αγιάτρευτος (αποδίδεται και σε αρρώστιες, «ανίατος νόσος», και σε αρρώστους, «άσυλο ανιάτων»)
αρχ.
1. (μτφ. με ηθική σημασία) αδιόρθωτος, αυτός που δεν επιδέχεται βελτίωσηἀνίατος διὰ μοχθηρίαν»
Αριστοτέλης)
2. (με ενεργητική σημασία) αυτός που δεν μπορεί να θεραπεύσει, ο ανώφελος, ο μάταιοςανίατος μετάνοια»
Αντιφών).