αδιόρθωτος

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀδιόρθωτος, -ον) διορθώνω, διορθῶ]]
1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί
2. ατακτοποίητος, άτακτος
3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος βελτιώσεως
2. (για πράγματα) ανεπισκεύαστος, μη επιδεκτικός επισκευής.