αδιόρθωτος
From LSJ
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιόρθωτος, -ον) διορθώνω, διορθῶ]]
1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί
2. ατακτοποίητος, άτακτος
3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος
νεοελλ.
1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος βελτιώσεως
2. (για πράγματα) ανεπισκεύαστος, μη επιδεκτικός επισκευής.