αμαξάδικος

Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο σχετικός με την άμαξα ή αυτός που αρμόζει σε αμαξά
2. το ουδ. ως ουσ. το αμαξάδικο
α) εργοστάσιο κατασκευής ή επισκευής αμαξών
β) τόπος στάθμευσης αμαξών, αμαξοστάσιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμαξαδ-, θ. της λ. αμαξάς, -άδες + παραγ. κατάλ. -ικος].