αμαξοστάσιο

From LSJ

ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions

Source

Greek Monolingual

το
χώρος όπου σταθμεύουν, φυλάσσονται και επισκευάζονται μεγάλα οχήματα, όπως φορτηγά, λεωφορεία, τρόλεϋ και σιδηροδρομικά οχήματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < άμαξα + -στάσιο, απαντά δε για πρώτη φορά στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος το 1875. ΣΥΝΘ νεοελλ. αμαξοστασιάρχης·].