βρεφοτρόφος
Greek (Liddell-Scott)
βρεφοτρόφος: -ον, ὁ ἀνατρέφων βρέφη, Μανασσ. Χρον. 4032· -τροφέω, Τζέτζ.· -τροφεῖον, τό, μέρος ἔνθα ἀνατρέφονται τὰ ἐκτεθέντα βρέφη. Ἐκκλ.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ encargado o director de un hospicio, Cod.Iust.1.3 tít., 55.2, Iust.Nou.7.1.
Greek Monolingual
βρεφοτρόφος, ο, η (Μ)
ο βρεφοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + -τρόφος < τρέφω.