δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ο, η (Μ βρεφοκόμος)ειδικός στην περιποίηση βρεφών.[ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + -κόμος < κομώ «φροντίζω» (πρβλ. ανθοκόμος, νοσοκόμος)].