βαρυπένθητος

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ον,

   A mourning heavily, AP7.743 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρῠπένθητος: -ον, ὁ βαρέως, ὑπερβαλλόντως πενθῶν, Ἀνθ.II. 7. 743.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
profondément affligé.
Étymologie: βαρύς, πενθέω.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠπένθητος) -ον
que llora o se lamenta profundamente κόραι AP 7.743 (Antip.Sid.).

Greek Monolingual

βαρυπένθητος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαρύ πένθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -πενθητος < πενθώ (-έω) < πένθος.