αυτοκυριαρχία

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
το να κυριαρχεί κάποιος στον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + κυριαρχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Νικόλαο Ι. Σαρίπολο].