βουλήεις

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A of good counsel, sage, Sol.33.1.

German (Pape)

[Seite 457] ἀνήρ, wohlberathen, klug, Solon bei Plut. Sol. 14.

Greek (Liddell-Scott)

βουλήεις: εσσα, εν, ὁ ἔχων καλὴν γνώμην, συνετός, Σόλων 25. 1.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
de bon conseil, sage.
Étymologie: βουλή.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν sensato, ἀνήρ Sol.23.1.

Greek Monolingual

βουλήεις, -εσσα, -εν (Α) βουλή
αυτός που έχει ορθή κρίση, ο συνετός.