κρίση

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source

Greek Monolingual

η (AM κρίσις)
1. νοητική ενέργεια με την οποία διαμορφώνεται γνώμη ή απόφαση από την εκτίμηση πραγμάτων και καταστάσεων, καθώς και η ίδια η γνώμη ή η απόφαση (α. «κατά τη δική μου κρίση έπραξε σωστά» β. «ἤσθη τε ταῦτα ἀκούσας ὁ Καμβύσης καὶ ἐπαίνεε τὴν Κροίσου κρίσιν», Ηρόδ.)
2. (λογ.) α) η ικανότητα του ανθρώπου να διακρίνει τις σχέσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων εννοιών
β) θεμελιακή λογική μορφή διατυπωμένη σε πρόταση, με την οποία δηλώνεται ότι κάτι μπορεί ή δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάτι άλλο
3. διαφορά, φιλονικίακρίσις γίνεται μεγάλη περὶ τοῦδε», Ηρόδ.)
4. δίκη (α. «έφτασε η ημέρα της κρίσεως» β. «εἰς κρίσιν ἄγων τὸν ἐπιβουλεύοντα», Πλάτ.)
5. δικαστική απόφαση ή γνωμοδότηση (α. «η κρίση του δικαστηρίου για την υπόθεση του φόνου» β. «καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῦ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον», ΚΔ)
6. κρίσιμο σημείο ή κρίσιμη φάση στην εξέλιξη μιας νόσου («κρίσις ξύντομος ἐπὶ τὸ κάκιον», Ιπποκρ.)
7. διαδικασία εκλογής σε αξίωμα («η κρίση τών αξιωματικών θα γίνει αύριο»)
φρ. «η ημέρα της κρίσεως» — η Δευτέρα Παρουσία
νεοελλ.
1. η απότομη εκδήλωση νόσου ή ο παροξυσμός μιας χρόνιας πάθησης (α. «κρίση νεφρικού κωλικού» β. «κρίση επιληψίας»)
2. έντονη εκδήλωση συναισθήματος, ψυχολογικής κατάστασης ή τρόπου σκέψης (α. «πολύ συχνά τον πιάνει κρίση ζήλειας» β. «περνάει κρίση συνείδησης» γ. «θα τήν πιάσει νευρική κρίση»)
3. στιγμή μεγάλης δυσχέρειας στη ζωή μιας ομάδας, στη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας, στη λειτουργία ενός ιδρύματος ή συστήματος, κατάσταση ή περίοδος που σημαδεύεται από μεγάλης έκτασης και έντασης διαταραχή και αστάθεια (α. «πολιτική κρίση» β. «κρίση θεσμών» γ. «οικονομική κρίση» δ. «κρίση γάμου» ε. «κρίση αξιών»)
4. φρ. α) γραμμ. «προτάσεις κρίσεως» — κατηγορία προτάσεων στις οποίες διατυπώνεται μια άποψη, σε αντιδιαστολή με τις προτάσεις επιθυμίας
β) «γενική κρίση» — κρίση που θίγει το σύνολο τών δομών και τών θεσμών ενός κοινωνικού ή οικονομικού συστήματος με συνέπειες που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξή του και διανοίγουν την προοπτική της αντικατάστασης ή αλλαγής του
γ) «κυβερνητική κρίση» — περίοδος που μεσολαβεί από την παραίτηση της κυβέρνησης μέχρι τον σχηματισμό άλλης και κατά την οποία δεν υπάρχει κυβερνητικό σχήμα λόγω δυσχερειών
δ) «ενεργειακή κρίση» — σύνθετο οικονομικο-κοινωνικό φαινόμενο που εκδηλώνεται με την ανεπάρκεια τών κλασικών πηγών ενέργειας
5. παροιμ. «χέρι που το κόψει η κρίση δεν πονεί» — κάθε δίκαιη απόφαση είναι αποδεκτή
νεοελλ.-μσν.
1. ευθυκρισία, ορθοφροσύνη, σύνεση («αυτός ο άνθρωπος ενεργεί πάντα με κρίση»)
2. βάσανο, τιμωρία
μσν.
1. εκδίκηση, ικανοποίηση
2. δικαιοσύνη
3. φρ. α) «κρίσις φονική» — θανατική ποινή
β) «ποιῶ κρίσιν» — αποδίδω δικαιοσύνη
γ) «πολεμῶ κρίσιν» — δίνω λύση σε ένα πρόβλημα ή σε μια διαμάχη
μσν.-αρχ.
1. εκλογή
2. καταδίκη
3. εντολή
4. αποτέλεσμα ή έκβαση μιας υπόθεσης («τὸ Μηδικόν... ταχεῖαν τὴν κρίσιν ἔσχεν», Θουκ.)
αρχ.
1. ερμηνεία ονείρων και οιωνών
2. συναγωνισμός, δοκιμασία δεξιότητας ή δύναμης (α. «πρὸς τόξου κρίσιν», Σοφ.
β. «κρίσιν ποιεῖν ὁπότερος εἴη τὴν τέχνην σοφώτερος», Αριστοφ.)
3. το μέσο της σπονδυλικής στήλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνω. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή crisis και από αυτήν με τη σειρά της η διεθνής ορολογία, πρβλ. αγγλ. crisis].