βαρυάλγητος

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ον,

   A very grievous, neut. pl., -άλγητα καγχάζειν S.Aj.199 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 433] = vorigem 2), Soph. Ai. 198.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυάλγητος: -ον, λίαν ὀδυνηρός, προξενῶν βαρεῖς πόνους, Σοφ. Αἴ. 199.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cause une vive souffrance.
Étymologie: βαρύς, ἀλγέω.

Spanish (DGE)

(βᾰρῠάλγητος) -ον
muy doloroso subst. καγχάζειν βαρυάλγητα proferir burlas muy doloro-sas S.Ai.199.

Greek Monolingual

βαρυάλγητος, -ον (Α)
επώδυνος, οδυνηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + αλγώ «πονάω»].