βουερός

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ή, -ό βουή
1. αυτός που παράγει βοή («το βουερό ακρογιάλι»)
2. ο γεμάτος βοή («στου καφενείου του βουερού το μέσα μέρος»).