βουλιμία

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

English (LSJ)

ἡ,

   A ravenous hunger, Timocl.13.3, Arist.Pr.887b39.

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, Heißhunger; Medic.; Plut. Symp. 6, 8, 5.

Greek (Liddell-Scott)

βουλῑμία: ἡ, μεγάλη πεῖνα, ὑπερβολική, Τιμοκλ. Ἡρ. 2, Ἀριστ. Προβλ. 7. 9.

Spanish (DGE)

(βουλῑμία) -ας, ἡ
hambre de buey e.e. hambre feroz ἰατρὸς ἐκλύτου βουλιμίας Timocl.13.3, cf. Arist.Pr.887b39, Ps.Dicaearch.1.2
medic. bulimia βουλιμιῶν ἰάματα Gal.11.721.

Greek Monolingual

η (AM βουλιμία) βούλιμος
ακόρεστη πείνα, αδηφαγία.