βούλιμος

From LSJ

σέθεν δὲ χωρὶς οὔτις εὐδαίμων ἔφυ → without you, no one has been happy | without you Health, no one has been happy

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούλῑμος Medium diacritics: βούλιμος Low diacritics: βούλιμος Capitals: ΒΟΥΛΙΜΟΣ
Transliteration A: boúlimos Transliteration B: boulimos Transliteration C: voylimos Beta Code: bou/limos

English (LSJ)

ὁ, = βουλιμία, Id.2.693f, Erasistr. ap. Gell.16.3.9, Sor.2.4, etc.; β. ἐσθ' ἅνθρωπος Alex.135.17.

Spanish (DGE)

(βούλῑμος) -ου, ὁ hambre feroz β. ἐσθ' ἅνθρωπος este hombre es el hambre misma Alex.140.17, cf. Erasistr.284, Gal.4.485, Plu.2.693f, Sor.96.17, Phot.β 235.
• Etimología: Comp. interpr. a partir de βου- prefijo aumentativo cuyo origen sería *gou- ‘buey’ y λιμός q.u.

German (Pape)

[Seite 458] ὁ, = βουλιμία, Plut. Symp. 6, 8; Medic.; βούλιμός ἐσθ' ἅνθρωπος Alex. Ath. IV, 164 b (v. 17).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
boulimie, faim dévorante.
Étymologie: βου-, λιμός.

Russian (Dvoretsky)

βούλῑμος: ὁ Plut. = βουλιμία.

Greek (Liddell-Scott)

βούλῑμος: ὁ, =βουλιμία, Ἄλεξ. Λιν. 1. 17, Πλούτ. 2. 693F.

Greek Monolingual

βούλιμος, ο (Α)
η βουλιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (επιτατικό) βου- < βους (πρβλ. βούβρωστις, βούπεινα) + λιμός.