ανάμβατος

Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (3)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ἀνάμβατος, -ον (Α)
(για άλογα) αυτός που δεν μπορεί να τον ιππεύσει κανείς, αδάμαστος, ατίθασος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν-στερ. + ἀμβατός < ἀναβαίνω, ποιητ. τ. αντί ἀναβατός) «αυτός, τον οποίο μπορεί κάποιος να ανεβεί»].