η (Α ἀγαθότης) ἀγαθόςκαλοσύνηνεοελλ.υπερβολική καλοσύνη που φτάνει μέχρι βλακείας, αφέλειααρχ.«ἡ σὴ ἀγαθότης», ως προσφών. σεβασμού.